Από τους αγγελιοφόρους στο e-mail

     Στις μέρες μας είναι ο υπολογιστής που μας φέρνει το γράμμα. Το ηλεκτρονικό μήνυμα, η ηλεκτρονική κάρτα, η ηλεκτρονική απόδειξη και γενικώς καθετί με πρόθεμα e- έχει αντικαταστήσει την παραδοσιακή αλληλογραφία, αν και είναι αναμφισβήτητο ότι ακόμη και τώρα η άφιξη στο σπίτι μιας παραδοσιακής κάρτας ή γιατί όχι και επιστολής, αποπνέει μια γοητεία πασπαλισμένη με αρώματα άλλης εποχής.

     Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Αη Βασίλης, επιμένει να στέλνει κάθε χρόνο από το χωριό του στη Λαπωνία παραδοσιακή επιστολή στους μικρούς φίλους του σφραγισμένη με ειδικό γραμματόσημο και επίσημη σφραγίδα, αν και η … αρχική επικοινωνία γίνεται ηλεκτρονικά!

 

Οι πρώτοι ταχυδρόμοι

     Η ιστορία του ταχυδρομείου πάει πίσω στους αιώνες, αρχικά με τους αγγελιοφόρους να μεταφέρουν προφορικά μηνύματα και στη συνέχεια να παραδίδουν και υλικά αντικείμενα (πέτρες, φύλλα ή φλοιούς δένδρων, δέρματα ζώων…) επάνω στα οποία ήσαν γραμμένα τα μηνύματα με διάφορους τρόπους. Γεννιέται έτσι το ταχυδρομείο και εμφανίζονται οι πρώτοι ταχυδρόμοι. Τα πρώτα ταχυδρομικά ίχνη εντοπίζονται στην Κίνα, την Αίγυπτο, την Ασσυρία και τη Βαβυλωνία όπου οι ταχυδρομικές υπηρεσίες αξιοποιούνται μόνο για την κάλυψη κρατικών αναγκών, ενώ η πρώτη κανονικά οργανωμένη ταχυδρομική υπηρεσία, για την οποία υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες από τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, συγκροτείται από τον ιδρυτή της Περσικής Αυτοκρατορίας Βασιλιά Κύρο, στα 500 π.Χ.

     Στην Αρχαία Ελλάδα, μολονότι η μυθολογία αναφέρει ως πρώτο ταχυδρόμο το Θεό Ερμή από το δωδεκάθεο του Ολύμπου, ο οποίος και λατρευόταν ως κήρυκας και αγγελιοφόρος, δεν υπάρχουν μαρτυρίες για οργανωμένη ταχυδρομική υπηρεσία, με τη μορφή που εμφανίζεται σε άλλες χώρες της εποχής, όπως στην Περσία. Οι ανάγκες επικοινωνίας των πόλεων καλύπτονταν από αγγελιοφόρους. Κατά τη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή περίοδο η ταχυδρομική υπηρεσία λειτουργεί στον ελληνικό χώρο αποκλειστικά για την κάλυψη κρατικών αναγκών. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι προεστοί προκειμένου να επικοινωνήσουν με όσους ζούσαν στο εξωτερικό, χρησιμοποιούν ευρέως επιστολές που στέλνονται είτε με έμπιστα πρόσωπα ειδικά επιφορτισμένα με τη συγκεκριμένη αποστολή, είτε με ταξιδιώτες. Χρησιμοποιούν επίσης τα προξενικά ταχυδρομεία ξένων χωρών στην Κωνσταντινούπολη.

     Την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το ταχυδρομικό σύστημα «μενζίλι», χρησιμοποιεί έφιππους ταχυδρόμους «τατάρηδες», οι οποίοι ανήκουν σε ξεχωριστό προνομιούχο τάγμα με ιδιαίτερο κώδικα ενδυμασίας, εναλλάσσονται στους σταθμούς «μενζίλ χανέδες» και μεταφέρουν τις διαταγές και τα φιρμάνια στις επαρχιακές υπηρεσίες Παράλληλα, υπάρχει έκτακτο ταχυδρομείο με πεζούς «οι πεζόδρομοι», για την εξυπηρέτηση των ιδιωτών. Ενώ οι πρώτοι είναι μισθωτοί, οι δεύτεροι παίρνουν ένα «ποδοκόπι» ή «αγιακτερί» από τα χωριά, τα οποία είναι υποχρεωμένα να τους δώσουν επίσης στέγη και τροφή (κονάκι), γεγονός που προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια.

Το 19ο αιώνα

     Στην Επανάσταση του 1821, οι ανάγκες του αγώνα καθιστούν επιτακτική την οργάνωση ταχυδρομικής υπηρεσίας. Χρησιμοποιείται το πλαίσιο της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Εκτακτοι πεζοί ή έφιπποι ταχυδρόμοι (οι «γραμματοφόροι» ή «πεζόδρομοι» της Διοίκησης, οι «πεζοί», οι «σουρτζήδες»…) κάτω από τις τοπικές αρχές, έχουν ως επάγγελμα ή προσωρινή ενασχόληση τη μεταφορά της αλληλογραφίας. Τις δαπάνες της μεταβίβασης κυβερνητικών διαταγών επωμίζονται και πάλι οι χωρικοί, ενώ οι αποστάσεις είναι μεγάλες και δύσκολες. Υπάρχουν τοπικά ταχυδρομεία, τα οποία διοικούν πρόκριτοι και επιχειρηματίες, ενώ συχνό φαινόμενο είναι η παραβίαση του απορρήτου της αλληλογραφίας και η μεγάλη αργοπορία στην παράδοση των επιστολών.

     Η πρώτη ενέργεια για την οργάνωση των επικοινωνιών γίνεται από το Δημήτριο Υψηλάντη τον Ιούλιο του 1821. Ερχόμενος ως πληρεξούσιος του αδελφού του Αλέξανδρου, «Γενικού Επιτρόπου της Αρχής» της Φιλικής Εταιρείας, υποβάλλει στους προκρίτους της Πελοποννήσου ένα σχέδιο που προβλέπει την οργάνωση ταχυδρομικής εξυπηρέτησης. Το σχέδιο μένει στα χαρτιά. Παράλληλη προσπάθεια διοργάνωσης τακτικής ταχυδρομικής υπηρεσίας γίνεται και από τον «Αρειο Πάγο», όπως ονομάσθηκε η Συνέλευση, που κάλεσε στην Αμφισσα την 15η Νοεμβρίου 1821 ο Θεόδωρος Νέγρης, χρησιμοποιώντας το τουρκικό ταχυδρομικό σύστημα «ποδοκόπι». Το Φεβρουάριο του 1822 ο Δημήτριος Υψηλάντης επιδιώκει τη σύσταση «δημοσίων ιπποστασιών και σταθμών», των «μενζίλχαδένων» δηλαδή της Τουρκοκρατίας. Στα τέλη του ίδιου μήνα η Πελοποννησιακή Γερουσία καλείται επισήμως να αποκτήσει 25 άλογα και ο Αρειος Πάγος 15 για την αποστολή ειδήσεων και διαταγών από τη Διοίκηση.

     Ο Ιωάννης Κωλέττης, Μινίστρος (Υπουργός) των Εξωτερικών είναι ο άνθρωπος που σχεδόν επιτυγχάνει την οργάνωση ικανοποιητικής Κυβερνητικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας, αξιοποιώντας την εμπειρία που έχει αποκτήσει από την προϋπηρεσία του σε θέματα οργάνωσης στην Αυλή του Αλή Πασά στα Γιάννενα. Σώζεται πιστοποίηση από το χέρι του «Προς τους Αξιωματικούς, Πολιτικούς και Πολεμικούς», που διορίζει έναν «πεζοδρόμο για να μεταφέρει εις τα διάφορα μέρη της Ελληνικής Επικράτειας γράμματα της Διοικήσεως». Οι ταχυδρόμοι του Κωλέττη είναι συνήθως έκτακτοι υπάλληλοι, επιλεγμένοι από τις εκάστοτε τοπικές αρχές.

Η εισήγηση του Κολοκοτρώνη και ο ρόλος του Καρδαρά

     Μη αρκούμενος στους «Εκτάκτους Πεζούς της Διοικήσεως» ο Κολοκοτρώνης με την ιδιότητα του Αρχηγού των Στρατευμάτων της Πελοποννήσου είναι από τους πρώτους που εισηγούνται την οργάνωση τακτικών ταχυδρομείων. Με επιστολή του προς το «Μινιστέριον των Εσωτερικών», επισημαίνει την ανάγκη «να μετακομίζονται γρήγορα οι διάφορες ειδήσεις, όσες μάλιστα εξαρτώνται από ουσιώδεις περιστάσεις και υποθέσεις πατριωτικές, των οποίων το κρίσιμο δεν χρειάζεται αναβολή». Ζητά δηλαδή τη συστηματοποίηση της διεξαγωγής της ταχυδρομικής υπηρεσίας βάσει της οργάνωσης των «μενζιλίων» που χρησιμοποιούν και οι τουρκικές αρχές όπως ο Κωλέττης.

     Η εισήγηση του Γέρου του Μοριά εγκρίνεται αμέσως και συστήνεται ταχυδρομείο, η οργάνωση του οποίου ανατίθεται στον Αθανάσιο Καρδαρά από το χωριό Ζυγοβίτσι της Γορτυνίας που συνεχίζει να υπηρετεί ως Ταχυδρομικός εργολάβος στο Ταχυδρομείο στα χρόνια μετά την απελευθέρωση, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. 1616 έγγραφο της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος προς το Μινιστέριον των Εσωτερικών : «Εγνώσθησαν τα διαλαμβανόμενα εν τη αναφορά από γ' Ιουνίου υπ' αριθμ. 594 και εγκρίνεται το προβαλλόμενο σχέδιον περί συστάσεως μενζιλίου, μετά της διαφοράς ταύτης, ότι το μενζίλιον πρέπει να συσταθεί όπου ευρίσκεται η Διοίκησις. Ο Μίνιστρος των Εσωτερικών να ενεργήση αυτό τούτον, διδών και αποχρώσαν την απόκρισιν προς τον Στρατηγόν Κολοκοτρώνη».

     Τα έγγραφα πιστοποιούν ότι το 1823 λειτουργεί όντως ένα τακτικό έφιππο ταχυδρομείο, διοικούμενο από τον Αθανάσιο Καρδαρά, που συμβάλλει έτσι στην οργάνωση μιας στοιχειωδώς υπάρχουσας υπηρεσίας. Αρχικά συστήνονται Ταχυδρομικά Γραφεία στην Τρίπολη, το Αργος και την Επίδαυρο και αργότερα σε άλλες πόλεις.

Η πρωτοβουλία του συνταγματάρχη Στάνχοουπ

 

     Σοβαρή πρωτοβουλία για τη σύσταση Γενικού Ταχυδρομείου αναλαμβάνει ο Αγγλος συνταγματάρχης Λέστερ Στάνχοουπ. Με υπόμνημά του προς τη Διοίκηση εισηγείται την οργάνωση από την αρχή μιας ταχυδρομικής υπηρεσίας με κέντρο την Τριπολιτσά και με ανταπόκριση προς τη Γαστούνη, το Ναύπλιο και την Κόρινθο και, περαιτέρω, από την Γαστούνη προς τη Δυτική Ελλάδα, τα Επτάνησα και την Ευρώπη, από το Ναύπλιο προς τα νησιά του Αιγαίου και από την Κόρινθο προς την Ανατολική Ελλάδα. Προτείνει τα γράμματα και τα δέματα να στέλνονται με πεζούς ταχυδρόμους, που να διατρέχουν πέντε μίλια την ώρα και περίπου είκοσι ημερησίως. Οι Κυριακές ορίζονται ως αργίες. Η κυβέρνηση μελετά και συζητά τις προτάσεις Στάνχοουπ, αποφεύγοντας όμως να πάρει θέση εξαιτίας διενέξεων, προστριβών και συμφερόντων. Ο Στάνχοουπ προσπαθεί -αν και χωρίς αποτέλεσμα- να οργανώσει το σύστημα Ταχυδρομείου, που είχε προτείνει, με τη βοήθεια του εκδότη των «Ελληνικών Χρονικών» Ιωάννου-Ιακώβου Μάγερ.

     Η ασφάλεια των διεξαγόμενων επιχειρήσεων ωθεί την κυβέρνηση να επιβάλλει τη λογοκρισία της αλληλογραφίας, όπως χαρακτηριστικά μαρτυρούν η διαταγή του Υπουργού Γρηγορίου Δικαίου (Παπαφλέσσα) προς τους κατά τόπους Αστυνόμους και Επάρχους, η επιστολή του Δημητρίου Υψηλάντου προς τον Υπουργό, καθώς και οι επιστολές και αναφορές που επακολουθούν και οι σχετικές συζητήσεις στη Βουλή. Εκτός της επίσημης αλληλογραφίας οι καπεταναίοι και οι πολιτικοί συνηθίζουν να σταματούν τους ταχυδρόμους, να ανοίγουν τα γράμματα και επιστρέφοντάς τα στον ταχυδρόμο, να συνάπτουν δεύτερη επιστολή, για να ζητήσουν συγγνώμη από τον παραλήπτη για την περιέργειά τους.

     Παραμένει άγνωστο εάν η ανακοίνωση για τη σύσταση «Ταχυδρομίας» που δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά» του Μεσολογγίου στις 28 Ιουνίου 1824 (προσδιορίζοντας μάλιστα στις 2 Ιουλίου τα ταχυδρομικά τέλη των επιστολών ανάλογα με το βάρος τους) συνοδεύεται από τη λειτουργία ενός ταχυδρομείου και εάν ναι, για ποιο διάστημα. Αντιθέτως ξέρουμε πως στις 21 Μαΐου 1825 το Υπουργείο Πολέμου γνωμοδοτεί και την επομένη δίνει στον Αθανάσιο Καρδαρά τη διεξαγωγή της ταχυδρομικής υπηρεσίας με «μενζίλια». Χαρακτηριστικά το Υπουργείο γνωμοδοτεί να διατεθούν 15 άλογα αντί των 10 που ανέφερε το νομοσχέδιο και η σύμβαση να γίνει ετήσια. Το προσωπικό θα ανέρχεται στα ένδεκα άτομα και σταθμοί αλλαγής ορίζονται η Τριπολιτσά, το Νεόκαστρο και το Ναύπλιο, όπου θα βρίσκονται μονίμως πέντε άλογα για τις μεταφορές. Προβλέπονται και πεζοί ταχυδρόμοι.

     Ο Ιταλός Τζιουζέπε Πέκιο περιγράφει τα τότε ταχυδρομεία σε ένα σύγγραμμά του, που εκδίδεται στα αγγλικά στο Λονδίνο (Giuseppe Pecchio, A visit to Greece in the Spring of 1825, London 1826) :

     «Δεν υπάρχει κανένα ταχυδρομείο σε όλη την Πελοπόννησο. Η Κυβέρνηση αλληλογραφεί με ειδικούς ταχυδρόμους, οι ιδιώτες είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν ειδικό απεσταλμένο για να στείλουν επιστολή. Οι εφημερίδες της Υδρας, της Αθήνας και του Μεσολογγίου δεν κυκλοφορούν ακόμη μεταξύ των κατωτέρων τάξεων του λαού, αλλά τις διαβάζει με απληστία η μορφωμένη τάξη. Η εφημερίδα του Μεσολογγίου συντηρείται με τις πωλήσεις της στα νησιά του Ιονίου. Η Εφημερίδα της Υδρας έχει διακόσιους συνδρομητές και η εφημερίδα της Αθήνας ακόμη λιγότερους».

 

Η προσπάθεια του φιλέλληνα Συνταγματάρχη Φαβιέρου

     Νέα προσπάθεια οργάνωσης Γενικού Ταχυδρομείου γίνεται από τον οργανωτή του πρώτου τακτικού ελληνικού στρατού, το Γάλλο Βαρόνο, Συνταγματάρχη Κάρολο Φαβιέρο (Charles Nicole Fabvier) αρχές του 1826, με άδεια της Διοίκησης, για τη μεταβίβαση της αλληλογραφίας μεταξύ Ναυπλίου και Αθήνας. Το μεγαλόπνοο σχέδιο του φιλέλληνα Συνταγματάρχη, αποβλέπει στην ένωση της Αθήνας με το Ναύπλιο και την Ανατολική Ελλάδα μέσω εναλλασσόμενων τακτικών «πεζοδρόμων». Προβλέπει την αναχώρηση ενός κάθε Δευτέρα βράδυ από Αθήνα για Μέγαρα, την άφιξή του εκεί Τρίτη πρωί, την αναχώρηση άλλου από τα Μέγαρα την Τρίτη και την άφιξή του στο Καλαμάκι το ίδιο βράδυ. Προβλέπει επίσης την αναχώρηση άλλου από εκεί για Ναύπλιο με άφιξη την ίδια ημέρα, δηλαδή την τρίτη συνολικά ημέρα από την αναχώρησή του από την Αθήνα. Ορίζεται ένας επιστάτης του ταχυδρομείου, που εκδίδει και σχετική «Δηλοποίησιν». Η γεμάτη απογοήτευση από την έλλειψη βοήθειας της Διοίκησης επιστολή του Συνταγματάρχη Φαβιέρου προς το Διονύσιο Ρώμα στη Ζάκυνθο το Μάιο του 1826, αποκαλύπτει ότι το σχέδιο δεν ευδοκίμησε. Στα μέσα του ίδιου χρόνου η κυβέρνηση επιβάλλει νέα λογοκρισία σε όλη την αλληλογραφία του Ναυπλίου, επίσημη και ιδιωτική, αποφασίζοντας μάλιστα να υπαγάγει την ταχυδρομική υπηρεσία στη Γενική Αστυνομία, που ασκεί και τη λογοκρισία.

     Η σύγχρονη Ταχυδρομική Υπηρεσία συστήνεται με ψήφισμα του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια (28 Σεπτεμβρίου 1828), που εκδίδεται στον Πόρο. Το διάστημα 1849-1881, λειτουργούν Ελληνικά Ταχυδρομεία σε περιοχές που κατέχουν οι Τούρκοι όπως η Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Αρτα και Πρέβεζα. Χαρακτηριστικός σταθμός της εξέλιξης του ταχυδρομείου θεωρείται το έτος 1840, όταν ο Άγγλος Hill εισάγει τη μεταρρύθμιση της τιμολόγησης με γραμματόσημα. Το πρώτο ελληνικό γραμματόσημο, με την κεφαλή του Ερμή, κυκλοφορεί το 1861.

Πηγή : Διεύθυνση Ταχυδρομικού του Γενικού Επιτελείου Στρατού