papous1
Ο Γιώργος Σάλαρης

Πρωτοχρονιά του 2010. Υποδεχόμενος τη νέα χρονιά, αγκαλιά με την αγαπημένη του δισέγγονη, με μια έκφραση αυτοθαυμασμού, αλλά και φόβου μονολογεί: «βρε παιδιά, συνάντησα τη χρονιά που γεννήθηκα!». Αυτή τη χρονιά, έμελλε να κλείσει και ο κύκλος της ζωής του. Μιας ζωής που διήρκεσε έναν αιώνα. Με χαρές και λύπες, δυσκολίες, πολέμους, δημοκρατίες και δικτατορίες, με ατέλειωτες εμπειρίες και αναμνήσεις που τις ρουφάγαμε όλες οι επόμενες γενιές στις πολλές αφηγήσεις του μέχρι την τελευταία στιγμή.

Ο Γιώργος Σάλαρης, γιος του δάσκαλου Κωνσταντίνου Σάλαρη και της Αντιόπης Καπερώνη, γεννήθηκε στο Καλλιάνι Γορτυνίας το Σεπτέμβρη του 1910. Αυτό τουλάχιστον αναφέρεται στην ταυτότητά του, αν και ο ίδιος πάντα μας έλεγε ότι ήταν «γεννημένος το 1908, αλλά ο πατέρας μου άργησε να με δηλώσει». Οι συνθήκες τότε ήταν διαφορετικές... Παιδί πολυμελούς οικογένειας, έχασε τη μητέρα του σε μικρή ηλικία –από την ασιατική γρίπη- και η νοσταλγία της ήταν έντονη μέχρι τα βαθιά γεράματά του. Η σκηνή που καβάλα στο άλογο τον πέρασε από το φουσκωμένο ποτάμι, λέγοντάς του «μη φοβάσαι Γιώργη… κλείσε τα μάτια σου να μην βλέπεις τα νερά…» μας μεταφερόταν φορές και φορές με την ίδια ζωντάνια που την είχε ζήσει τη δεκαετία του 1910…

Φοίτησε στο Γυμνάσιο της Δημητσάνας. Φύση ατίθαση και ανεξάρτητη προτίμησε να γίνει δάσκαλος, αντί στρατιωτικός που ήθελε ο πατέρας του. Ξεκίνησε να διδάσκει σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης, στην περιοχή των Σφακίων, για να μετατεθεί στη συνέχεια στην Ανδρο. Εκεί συνάντησε τη δασκάλα Μανιώ Πολέμη, με την οποία ξεκίνησαν την κοινή ζωή τους, δημιουργώντας μια ευτυχισμένη οικογένεια και διδάσκοντας στο ίδιο σχολείο για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες. Στον πόλεμο του ’40 έδωσε το «παρών» στα αλβανικά βουνά… Στην τελευταία αφήγησή του, τον περασμένο Οκτώβρη, θρήνησε για μια ακόμη φορά τη συνθηκολόγηση…

«Σιγά σιγά έφτασα στα Γιάννενα. Η μεγάλη στενοχώρια, ο μεγάλος λυπημός ήταν εκεί που παραδίδαμε τον οπλισμό. Εκεί να δεις σωρό τα όπλα – τα κάρα, τα ζώα. Όλα εγκαταλελειμμένα. Όλος ο πλούτος της Ελλάδας, ένας σωρός. Εγώ δεν το παρέδωσα το όπλο μου. Το έσπασα σε ένα γκρέμνο απάνω. «Είσαι άδοξο του λέω, τι δόξα αφού δεν ενίκησες»… Νεανικές σαχλαμάρες, μήπως είχαν ανάγκη τα όπλα μας; Αυτοί είχαν τέλειο εξοπλισμό. Αλλά να το μίσος, η αδικία. Νάσαι νικητής και στο τέλος να βρεθείς… Εκεί ήταν ο θρήνος, να βλέπεις μια Ελλάδα σκορπισμένη από εδώ και από κει. Όλα τα αυτοκίνητα, τα μεταγωγικά, τα ζώα, οι στρατιώτες να γυρίζουν από δω και από κει. Θρήνος».

Άνθρωπος με πλατιά και προοδευτική σκέψη, βυθιζόταν ώρες στα βιβλία για να μελετήσει φιλοσοφία, ψυχολογία, τους αρχαίους συγγραφείς και να αντλήσει από τη γνώση διδάγματα για την καθημερινότητα. Μεταλαμπάδευσε τη γνώση αυτή στους πολυάριθμους μαθητές του. Γενιές και γενιές πέρασαν από τα χέρια του Σάλαρη και όλοι μιλούν γι’ αυτόν με θαυμασμό και σεβασμό. Άνθρωποι επιτυχημένοι, με αξιοθαύμαστες καριέρες, θυμούνται «το δάσκαλο που μας έκανε αυτό που είμαστε, μας έκανε κάποιους…» όπως είπε δακρυσμένος ένας από τους πρώτους και αγαπημένους μαθητές του στην Άνδρο, στον τελικό αποχαιρετισμό.

Απόλυτος στις αρχές του, αυστηρός με τα παιδιά του αλλά διαλλακτικός με τα εγγόνια του, γελούσε ευτυχισμένος όταν η δισέγγονή του η μικρή Μαρουλιώ του χάιδευε τα μαλλιά αναφωνώντας «κάνω καρφάκια στον παππουλάκο μου». Παρακολουθούσε μέχρι την τελευταία στιγμή τις πολιτικές εξελίξεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Το βράδυ της 1ης Ιουνίου, στο καθιερωμένο τηλεφώνημα για την καληνύχτα, έκανε μια μικρή ανάλυση για την τουρκική εξωτερική πολιτική. «Να παρακολουθείτε την εξωτερική πολιτική. Καταλαβαίνετε τι θα γίνει… Δες την Τουρκία. Θέλει να παίξει ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, να ελέγξει τους μουσουλμάνους… Στόχος τους τα πετρέλαια…»

Το πρωί της Τετάρτης 2 Ιουνίου, δεν ξύπνησε. Πάντα πίστευε ότι ο θάνατος είναι ένας βαθύς ύπνος. Η θεωρία του επιβεβαιώθηκε. Έφυγε ήρεμος, ήσυχος, όπως εκείνος ήθελε. Στο σπίτι του, «όρθιος», με πλήρη διαύγεια μέχρι την τελευταία στιγμή, αφήνοντας πίσω του τα τρία παιδιά, τα πέντε εγγόνια και τα επτά δισέγγονά του, να τον θυμούνται και να τον συζητούν σαν να είναι κάπου εδώ… Ο παππουλής, ο παππουλάκος, ο παππούς μου, ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Και η μοίρα του επιφύλαξε έναν ευτυχισμένο θάνατο…